ετερόλογος

ετερόλογος
-η, -ο
1. αυτός που έχει έλλειψη αναλογίας, που αποτελείται από μέρη διαφορετικής ποιότητας ή από μέρη όμοια μεταξύ τους, με διαφορετική όμως αναλογία («ετερόλογος ιστός» — ο ιστός που δεν έχει ανάλογό του στον οργανισμό, όπως ο ιστός τών νεοπλασμάτων)
2. ιατρ. εκείνος που προέρχεται από άλλο είδος ζώου («ετερόλογο μόσχευμα»)
3. χημ. φρ. «ετερόλογα σώματα» — οργανικές ενώσεις που περιέχουν τον ίδιο αριθμό ατόμων άνθρακα και μπορούν θεωρητικά και πρακτικά να προέλθουν από τον ίδιο υδρογονάνθρακα με απλές αντιδράσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterologous < hetero- (πρβλ. ετερο-*) + λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”